- πτώματ'
- πτώ̱ματα , πτῶμαfallneut nom/voc/acc plπτώ̱ματι , πτῶμαfallneut dat sgπτώ̱ματε , πτῶμαfallneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… … Dictionary of Greek